- ἐνεδρευτικόν
- ἐνεδρευτικόςfit for ambushmasc acc sgἐνεδρευτικόςfit for ambushneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… … Dictionary of Greek
σκάνος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «αἰτία, κώλυμα» 2. (κατά τον Γαλ.) «πονήρευμα ἐνεδρευτικόν, αἴτιον κεκρυμμένον». τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. σκήνος … Dictionary of Greek